Ροή

Σαρακοστιανά

RC_Andreas

Administrator
Joined
3 June 2010
Μηνύματα
4,599
Βαθμολογία
9
Points
38
Location
Ελλάδα
Website
www.eltube.gr
Στρείδι (στρείδια)

streidia.jpg

Τα στρείδια (Δίθυρα οστρακοειδή ) είναι ένας τύπος οστρακόδερμου που είναι συχνά τρώγονται ακατέργαστα. Όπως με όλα τα ακατέργαστα τρόφιμα, τα στρείδια μπορούν να μολυνθούν με επιβλαβή βακτηρίδια.
Τα στρείδια, επιπλέον, έχουν έναν σχετικά υψηλό κίνδυνο υγείας, εκτός από τον κίνδυνο ηπατίτιδας.
Αυτό είναι επειδή τα στρείδια φιλτράρουν μεγάλους όγκους νερού για να πάρουν την τροφή τους και επομένως εκεί υπάρχει μεγάλη πιθανότητα οποιαδήποτε βακτηρίδια και ιοί που μπορούν να είναι στο νερό θα συσσωρευτούν στα στρείδια.
Τα στρείδια είναι αρκετά θρεπτικά - περιέχουν ανόργανα άλατα όπως το ασβέστιο και ο σίδηρος και βιταμίνες - και είναι χαμηλά σε χοληστερόλη επίσης.
Αν και σήμερα τα στρείδια θεωρούνται πολυτέλεια, στο παρελθόν καταναλώνονταν σε μεγάλες ποσότητες από φτωχές κοινότητες.
Τα στρείδια εκτρέφονται σε δεξαμενές.
Πριν τα πουλήσει στην αγορά, ο οστρεοτρόφος τοποθετεί τα στρείδια σε καθαρό νερό για μερικούς μήνες, προκειμένου να απαλλαχθούν από τις ακαθαρσίες τους.
Η Γαλλία παράγει το 90% της ευρωπαϊκής παραγωγής στρειδιών .
Ο ψευδάργυρος είναι ένα σημαντικό μεταλλικό στοιχείο (και ιχνοστοιχείο) που βρίσκεται σχεδόν σε κάθε κύτταρο.
Υποκινεί τη δραστηριότητα περίπου 100 ενζύμων, τα οποία είναι ουσίες που προωθούν τις βιοχημικές αντιδράσεις στο ανθρώπινο σώμα.
Ο ψευδάργυρος βρίσκεται σε μια ευρεία ποικιλία τροφίμων.
Τα στρείδια περιέχουν περισσότερο ψευδάργυρο από οποιαδήποτε άλλα τρόφιμα
Το στρείδι θεωρείται παραδοσιακά σαν μια ισχυρή αφροδισιακή τροφή.
Σύγχρονες έρευνες φαίνεται να επιβεβαιώνουν, τουλάχιστον σε ένα βαθμό, τη φήμη του.
Πράγματι, χημικές αναλύσεις έδειξαν ότι τα στρείδια είναι εξαιρετική πηγή ψευδαργύρου και βιταμίνης Β-12, καθώς και πλούσια πηγή σιδήρου, ιωδίου, σεληνίου και βιταμίνης D.
Επίσης καλή πηγή πρωτεϊνης και νιασίνης, ενώ περιέχει αξιόλογες ποσότητες βιταμινών Α, Β-1, Β-2.

Κυδώνια

kydonia.jpg

Τα κυδώνια (Δίθυρα οστρακοειδή) πρέπει να τα βάλουμε σε μπόλικο αλατισμένο νερό, το οποίο να αλλάξουμε δυο τρεις φορές και να τα κουνάμε λίγο με τα χέρια μας για να φύγει η άμμος.
Επίσης πρέπει να τα τρίψουμε κάτω από τη βρύση, καθώς τρέχει κρύο νερό.
Γεμιστά: Οι Έλληνες γνωρίζουμε τα γεμιστά μύδια.
Σε πολλά μέρη της Μεσογείου όμως τα κυδώνια τα γεμίζουν συνήθως με γαλέτα τριμμένη, μυρωδικά, σκόρδο και άλλα.
Για να το κάνουμε αυτό, χρειάζεται να ανοίξουμε τα ωμά κυδώνια με ένα μικρό, κοφτερό μαχαίρι ή να τα ψήσουμε για πολύ λίγο στον φούρνο ώσπου να ανοίξουν. Αφαιρούμε και ψιλοκόβουμε τη σάρκα τους.
Τα κυδώνια και άλλα παρόμοια όστρακα είναι πολύ δημοφιλή σε πολλές και διάφορες κουζίνες.
Οι Κινέζοι, οι οποίοι γενικά τρώνε τα πάντα, αυτά τα κάνουν στο wok, με λίγο σησαμέλαιο και πολύ γρήγορο τηγάνισμα.
Οι Ισπανοί, ως οι μεγαλύτεροι οστρακοφάγοι της Μεσογείου, έχουν πολλές συνταγές.
Τα χαρακτηριστικά για τα φρέσκα οστρακοειδή όπως τα στρείδια, τα μύδια, οι αχιβάδες και τα κυδώνια είναι τα εξής:
Εφ΄ όσον πουλιούνται με κέλυφος θα πρέπει να είναι ζωντανά και αυτό φαίνεται : Από το κέλυφος το οποίο είναι κλειστό και πολύ δύσκολα ανοίγει,
Από το ερμητικό κλείσιμο του ανοίγματος του κελύφους όταν προσπαθούμε να το κλείσουμε, μετά το άνοιγμα από την σάρκα που είναι γερά κολλημένη στο κέλυφος και υγρή και από την κίνηση που προκαλείται στη σάρκα μετά από τσίμπημα με το πιρούνι ή με λίγες σταγόνες λεμονιού,

Μύδι (μύδια)

mydi.jpg

Ένα πολύ συνηθισμένο μαλάκιο με κέλυφος που αποτελείται από δύο μέρη, το οποίο βρίσκεται σε όλο τον κόσμο συνήθως πάνω σε βράχια κοντά στο νερό, αν και ορισμένα θάβονται κάτω από την άμμο.
Συνήθως πωλούνται ζωντανά στα όστρακά τους ή καθαρισμένα, μαγειρεμένα και διατηρημένα σε άλμη, σάλτσα ή κονσερβοποιημένα.
Μερικές φορές πωλούνται καπνιστά.
Γενικά τα όστρακα πρέπει να τρώγονται τους μήνες που έχουν «ρ».
Επίσης, όταν έχει μεγάλο φεγγάρι, το όστρακο αδειάζει.
Δεν αγοράζουμε ποτέ όστρακα ανοιχτά.
Oταν ανοίγει το όστρακο και χάνεται το θαλασσινό ζουμί, τότε ψοφάει.
Για να δείτε αν το όστρακο είναι φρέσκο, χτυπήστε σε ένα μάρμαρο ή σε μια σκληρή επιφάνεια.
Αν ακούσετε ένα γεμάτο «ντουπ», τα πράγματα είναι καλά!

Γαρίδα (γαρίδες)

garida.jpg

Oι γαρίδες συναντώνται σε όλες τις θάλασσες, αλιεύονται με δίχτυα βυθού και υπάρχουν καταγεγραμμένα πάρα πολλά είδη.
Συνήθως, όταν μιλάμε για γαρίδες, αναφερόμαστε είτε στην γκρίζα (crangon vulgaris), είτε στην κόκκινη γαρίδα (parapenaeus logirostris), οι οποίες έχουν εξίσου εξαίρετη σάρκα.
Υπάρχει όμως και μια πιο μεγάλη γαρίδα, η λεγόμενη και «γάμπαρη» (penaeus kerathurus), που φτάνει και τα 20 εκ. σε μήκος και είναι επίσης γευστικότατη.
Οι γαρίδες μαγειρεύονται στον ατμό, ζεματίζονται σε αρωματικό ζωμό, αλατισμένο ή θαλασσινό νερό, τηγανίζονται με το κέλυφός τους σε βαθιά φριτούρα ή σοτάρονται στο βούτυρο, σε αρκετά δυνατή φωτιά.
Παρασκευάζονται με διάφορους τρόπους: σε πίτες, σε βολοβάν, σε τάρτες, σε σούπες, σε σουβλάκι, γίνονται σαγανάκι ή πανέ.
Οι μικρές γαριδούλες είναι κατάλληλες για πιλάφια και ομελέτες.
Λατρεύουν το κοινό λαδολέμονο, το άρωμα του μαϊντανού, του σκόρδου ή των εξωτικών μπαχαρικών, αλλά και την παρέα των λαχανικών, όπως μας αποδεικνύουν, εξάλλου, οι κουζίνες της Ανατολής.

Καλαμάρι (καλαμάρια)

kalamari.jpg

Το καλαμάρι ανήκει στην τάξη των δεκάποδων και στην οικογένεια των myopsidae, στην οποία ανήκουν και τα θράψαλα.
Από τα δέκα πλοκάμια του, δύο είναι μακρύτερα και χρησιμεύουν στη σύλληψη της τροφής του.
Το αυθεντικό καλαμάρι του είδους ξεχωρίζει από τα τριγωνικά πτερύγια της ουράς του, τα οποία έχουν μήκος μεγαλύτερο από το μισό του σώματός του.
Με τη βοήθειά τους, το καλαμάρι κολυμπά αργά, ενώ αναπτύσσει ταχύτητα εκτοξεύοντας νερό από το σίφωνα της μανδυακής του κοιλότητας.
Τα καλαμάρια διαθέτουν κι αυτά την ικανότητα να αλλάζουν εντυπωσιακά χρωματισμούς μέσω των χρωματοφόρων που έχουν στο δέρμα τους, τόσο για να δηλώσουν στάση (επίθεση, διάθεση για αναπαραγωγή κ.ά.), όσο και για να καμουφλαριστούν από τους εχθρούς τους.
Συνήθως συναντώνται σε μεγάλους πληθυσμούς σε βάθη που φτάνουν έως τα 250 μέτρα και αλιεύονται με τράτες και γρι-γρι, από τον Οκτώβριο μέχρι και τον Ιανουάριο.
Στην κουζίνα, τα τρυφερότατα καλαμάρια είναι ίσως το πιο εύκολο θαλασσινό για να μαγειρέψει κανείς, με μία και μόνο προϋπόθεση: να μην τα μαγειρέψει πολύ και τα κάνει τόσο «λαστιχωτά» που να είναι αδύνατο να φαγωθούν.
Θα έχει τύχει να δοκιμάσετε γεμιστά καλαμαράκια που ξεχάστηκαν στο φούρνο περισσότερο από όσο έπρεπε κι έχασαν όχι μόνο την τρυφερή υφή τους, αλλά και το άρωμα και τη γλυκιά τους γεύση.
Τα μικρά καλαμαράκια, ιδίως τα μωρά, είναι νοστιμότατα τηγανητά, μόλις περασμένα από το αλεύρι και τηγανισμένα σε βαθιά φριτούρα.
Αν τα καλαμάρια είναι πιο μεγάλα, καλό είναι να τους αφαιρέσουμε προηγουμένως την πέτσα.
Πάντως από το καλαμάρι, δεν χρειάζεται συνήθως να αφαιρέσουμε τίποτα άλλο εκτός από την «πένα», όπως ονομάζεται το διαφανές κόκκαλό τους.
Τα «καλαμαρέτι» των Ιταλών ή τα «τσιπιρόνες» των Ισπανών είναι μικρά καλαμαράκια που συνήθως μαγειρεύονται με το μελάνι τους, άλλοτε γεμιστά με ρύζι και με ή χωρίς σταφίδες, άλλοτε με λαχανικά (πιπεριές διαφόρων χρωμάτων, ελιές και κάππαρη), ακόμα και με ζαμπόν ωρίμανσης (τα διάφορα χαμόν), στην Ισπανία. Ψιλοκομμένα, τα καλαμάρια γίνονται ριζότο, συμμετέχουν όμως και σε σούπες ή σαλάτες ψαρικών, ή μαγειρεύονται γιαχνί με ντομάτα στην κατσαρόλα

Σουπιά (σουπιές)

soupia.jpg

Η σουπιά ζει σε αμμώδεις ή και λασπώδεις βυθούς που βρίσκονται κοντά στις ακτές και δεν ξεπερνούν σε βάθος τα 200 μέτρα.
Ανήκει στην οικογένεια των Sepiidae και διαθέτει υδροδυναμικό σχήμα σώματος που της επιτρέπει να κινείται πολύ γρήγορα στο νερό. Η ταχύτητά της, αλλά και η εξαιρετική της ικανότητα να «καμουφλάρεται» προσαρμόζοντας τους χρωματισμούς της επιδερμίδας της ανάλογα με το περιβάλλον στο οποίο βρίσκεται, την κάνουν έναν δεινότατο κυνηγό του βυθού.
Η σουπιά τρέφεται κυρίως με μικρά μαλάκια, καβούρια, γαρίδες, μικρά ψάρια και άλλες σουπιές.
Αναπαράγεται καθ? όλη τη διάρκεια του χρόνου και κυρίως όταν η θερμοκρασία του νερού κυμαίνεται από 13 έως 15 βαθμούς Κελσίου, εναποθέτοντας τα αυγά της σαν τσαμπιά από σταφύλια σε διάφορα υποστρώματα (φύκια, κοχύλια κ.ά.).
Συναντάται στον Ατλαντικό, κοντά στις ευρωπαϊκές και αφρικανικές ακτές και στη Μεσόγειο.
Επειδή έλκεται πολύ από το φως, αλιεύεται συνήθως με πυροφάνι ή με παγίδες, δίχτυα και πετονιές που συνδυάζονται με τη χρήση φωτός.
Πιο εύπεπτη από το χταπόδι και λιγότερο απαιτητική στους χρόνους μαγειρέματος, η σουπιά παρασκευάζεται σχεδόν με όλους τους τρόπους.
Μπορεί να μαγειρευτεί ακόμα και με τα γλυκάδια και το μελάνι της που της προσδίδουν μία ιδιαίτερη γεύση, ενώ τρώγεται ολόκληρη, εκτός από το κόκαλό της. Η σουπιά θέλει βέβαια τη σχετική προσοχή στο τηγάνι, γιατί τα μάτια της «σκάνε», πετώντας το λάδι.
Γι? αυτό, πριν τη βάλουμε στο τηγάνι, φροντίζουμε να χαράξουμε τα μάτια της ή να τα αφαιρέσουμε.
Μαγειρεύεται ακόμα γιαχνί με χόρτα, κυρίως σπανάκι ή σέσκουλα, με πατάτες και στιφάδο.
Στη Νότια Γαλλία,η σουπιά κόβεται σε πολύ λεπτές λωρίδες, σοτάρεται σε λάδι και σκόρδο και μαγειρεύεται με ντομάτα και κονιάκ.
Γίνεται ακόμα και γεμιστή με κιμά, όπως μαγειρεύουμε εμείς τα κολοκύθια γεμιστά, ενώ στο Βένετο της Ιταλίας μαγειρεύεται με το μελάνι της σε ριζότο και στη Μάλτα με κουκουνάρι και σταφίδες ή με σάλτσα από πορτοκάλι σαγκουίνι.
Πρέπει να πλυθεί καλά, συνήθως κάτω από τρεχούμενο νερό.
Πρώτα αφαιρέστε τα πλοκάμια και πετάξτε το μακρύτερο πλοκάμι, που είναι σαν σχοινί .
Στη συνέχεια, ενώ τρέχει το νερό, βγάλτε τα σπλάχνα και αφαιρέστε και πετάξτε το σκληρό κομμάτι του χόνδρου ενώ μπορεί να χρειαστεί να χρησιμοποιήστε μαχαίρι για να το αφαιρέσετε.
Είτε απαιτεί πολύ λίγο μαγείρεμα, δηλαδή όχι περισσότερο από δύο με τρία λεπτά στη σχάρα ή σε ένα τηγάνι σοταρίσματος, ή πολύ ώρα μαγειρέματος, για τουλάχιστον μία με μιάμιση ώρα, εάν το εν λόγω πιάτο είναι στιφάδο.
Οτιδήποτε ενδιάμεσο θα κάνει τη σουπιά λαστιχένια και σκληρά.
Το ζήτημα φρέσκου-κατεψυγμένου και εδώ είναι αμφίβολο.
Οι περισσότερες που βρίσκουμε στην αγορά είναι στην πραγματικότητα κατεψυγμένες

Χταπόδι ή οκτάπους

xtapodi.jpg

Μαλάκιο (απλός ζωϊκός οργανισμός χωρίς σπονδυλική στήλη, που έχει μαλακό σώμα και συνήθως περιβάλλεται από όστρακο.) με οχτώ πόδια που ζει στο βυθό της θάλασσας, τρέφεται με άλλα θαλασσινά και πολλαπλασιάζεται με αβγά.
Το χταπόδι στα κάρβουνα είναι νόστιμος μεζές.
Το χταπόδι, αλλιώς "οκτάπους", λέγεται έτσι επειδή έχει οχτώ πλοκάμια. όντα, στην πραγματικότητα είναι τόσο έξυπνα όσο και τα πειραματόζωα.
Έχουν μνήμη, παρατηρητικότητα και μπορούν ν? αξιολογούν σωστά το υδάτινο περιβάλλον.
Διαθέτουν το χάρισμα να προσαρμόζονται στις αλλαγές του περιβάλλοντος, παραλλάσσοντας ακόμα και το χρώμα τους.
Σύμφωνα με μια υπόθεση, δημιουργούν το δικό τους κώδικα επικοινωνίας με βάση τα οπτικά ερεθίσματα.
Μέχρι σήμερα είναι γνωστά διακόσια περίπου είδη χταποδιών.
Το μήκος τους κυμαίνεται από τα δέκα εκατοστά (Octopus Joubini) μέχρι τα δέκα μέτρα .
Τα χταπόδια είναι κεφαλόποδα.
Το σώμα τους αποτελείται από έναν ελαστικό σάκο χωρίς κέλυφος και κόκαλα.
Μέσα εκεί βρίσκονται όλα τα ζωτικά όργανα κι από κει ξεπροβάλλουν τα οχτώ πλοκάμια.
Πάνω σ? αυτά εκτείνεται μια διπλή σειρά από βεντούζες, οι οποίες λειτουργούν ως όργανο αφής.
Χάρη σ? αυτές παραμένει γαντζωμένο για μεγάλο χρονικό διάστημα στο βυθό και εντοπίζει την τροφή του: μαλάκια, οστρακοειδή και καβούρια.
Για το χταπόδι η αφή είναι σημαντικότερη από την όραση
Ωστόσο, διαθέτει ένα πλήρες σύστημα όρασης που περιλαμβάνει ίριδα, αμφιβληστροειδή και φακό.
Μόλις το χταπόδι πιάσει ένα οστρακοειδές, χρησιμοποιεί ακόμα και πέτρες για να συνθλίψει το σκληρό περίβλημά του.
Γι? αυτό συχνά γύρω από τη θαλάμη του υπάρχουν πολυάριθμα κενά κελύφη.
Όταν "ξεγυμνώσει" το θήραμά του, καταβροχθίζει τη λεία του με το ρύγχος, το οποίο χρησιμεύει και ως αμυντικό όπλο.
Στο εσωτερικό του ρύγχους υπάρχει μια πολύ ασυνήθιστη γλώσσα με μικροσκοπικά δοντάκια.
Τα χταπόδια κολυμπούν με μεγάλη ταχύτητα εκτινάσσοντας δυνατά το νερό που μαζεύουν με τα βράγχιά τους.
Κινούνται μ? ένα σύστημα υδροπροώθησης, που θυμίζει σιφόνι ή χωνί.
Όμως η περιορισμένη δυνατότητά τους να συγκρατούν οξυγόνο στους ιστούς τους τα κάνει να κουράζονται πολύ εύκολα.
Για να αναγνωρίσει κανείς ένα φρέσκο χταπόδι, πρέπει να εξετάσει πρώτα το χρώμα του να είναι βαθύ, γυαλιστερό μοβ-μαύρο .
Το φρέσκο χταπόδι είναι αναπόφευκτα σκληρότερο από το κατεψυγμένο αλλά και νοστιμότερο.
Σπανίως χρειάζεται αλάτι όπως και να το μαγειρέψετε, ενώ στο κατεψυγμένο χταπόδι είναι άγνωστη η γεύση του.

Λαγάνα

lagana.jpg

Η Καθαρά Δευτέρα ονομάστηκε έτσι, επειδή οι χριστιανοί «καθαρίζονταν» σωματικά και πνευματικά.
Την Καθαρά Δευτέρα σταματά η κατανάλωση κάθε αρτύσιμου φαγητού και ξεκινά μια νηστεία που διάρκειας 40 ημερών, όσες δηλαδή και οι μέρες νηστείας του Χριστού στην έρημο.
Η λαγάνα που συνηθίζουμε να καταναλώνουμε τη μέρα αυτή, παραπέμπει στα «άζυμα» της Παλαιάς Διαθήκης.
Η λαγάνα δηλαδή είναι είδος ψωμιού , σχήματος επίπεδου και ελλειψοειδούς που παρασκευάζεται χωρίς προζύμη και τρώγεται την Καθαρά Δευτέρα .

Ταραμάς

taramas.jpg

Ταραμάς είναι η λέξη που χρησιμοποιούν οι Έλληνες αναφερόμενοι στους κόκκους από ερυθρό χαβιάρι (αυγά) που βγαίνει από τον μπακαλιάρο ή τον κυπρίνο και το οποίο-όπως και τα ξαδέλφια του, το μαύρο χαβιάρι και το αυγοτάραχο του τόνου - θεωρείται ένα από τα εκλεκτότερα είδη αυγοτάραχου. Στο εμπόριο διατίθενται δύο είδη ταραμά.
Ο λευκός και αυτός με το βαθύ ρόδινο χρώμα.
Ο λευκός ταραμάς θεωρείται ποιοτικά ανώτερος.
Ο ροδόχρους έκανε για πρώτη φορά την εμφάνισή του στην αγορά στη δεκαετία του 1950, κυρίως λόγω ενός εμπορικού τεχνάσματος , καθώς οι παραγωγοί πίστευαν, κατά κάποιο τρόπο, ότι ένα έδεσμα με χρώμα ήταν πιο ελκυστικό από τα άγευστα λευκά παρασκευάσματα.
Με λίγα λόγια, άρχισαν να προσθέτουν χρωστικές ουσίες.
Η επιτυχία θα πρέπει να ήταν αστραπιαία αφού, έκτοτε, ο ροδόχρους είναι και ο πιο κοινός ταραμάς.
Δύο είναι οι βασικές παραδοσιακές συνταγές με ταραμά.
Η πιο γνωστή είναι η ταραμοσαλάτα.
Το πλούσιο αυτό επάλειμμα θεωρείται το άλφα και το ωμέγα στο τραπέζι της Σαρακοστής.
Ουσιαστικά, η ταραμοσαλάτα είναι ένα κρεμώδες, πολτοποιημένο επάλειμμα από αυγοτάραχο που έχουμε χτυπήσει (κατά προτίμηση στο γουδί) με βρασμένες και ξεφλουδισμένες πατάτες ή ψωμί.
Προσθέτουμε, εν συνεχεία, εναλλάξ στο μείγμα ελαιόλαδο και χυμό λεμονιού, αναλόγως με την απαιτούμενη δοσολογία.
Συνήθως, η ταραμοσαλάτα που γίνεται με πατάτα είναι πιο κρεμώδης αλλά οι σκληροπυρηνικοί της παράδοσης επιμένουν ότι η μόνη αποδεκτή βάση είναι το ψωμί. Σε ορισμένες περιοχές της χώρας δε προσθέτουν σκόρδο και πρασουλίδα σε αυτόν τον πουρέ.
Άλλο παραδοσιακό πιάτο με ταραμά είναι ένα είδος κεφτέ.

Χαλβάς

xalvas.jpg

Ο συνηθισμένος χαλβάς στη μορφή που τον συναντάμε σε όλα τα Βαλκάνια και την Τουρκία είναι ένα απλό γλυκό.
Η πιο κοινή παρασκευή του προϋποθέτει ψήσιμο σιμιγδαλιού, στο οποίο κατόπιν δίνουν σφαιρικό σχήμα και το ζαχαρώνουν είτε με μέλι είτε με "πετιμέζι" ? σιρόπι από μούστο σταφυλιού.
Για τους Έλληνες ο χαλβάς αποτελεί ένα από τα σαρακοστιανά γλυκά τους και ιδίως η παραλλαγή που φτιάχνεται με ταχίνι και πωλείται σε μορφή κυλίνδρου η παραλληλεπιπέδου.
Το είδος αυτό του χαλβά ονομάζεται Μακεδονικός Χαλβάς.
Πωλείται με το βάρος του και κυκλοφορεί στο εμπόριο σκέτος, με σοκολάτα ή με καρύδια.
Στους Έλληνες αρέσει να τρώνε το Μακεδονικό Χαλβά με χυμό λεμονιού και καννέλα, και τον οποίο συνοδεύουν συχνά με ένα δροσερό ποτήρι ρετσίνα.
Ωστόσο, υπάρχουν τουλάχιστον πέντε ή έξι παραλλαγές του χαλβά στην Ελλάδα Παρά το γεγονός ότι ο χαλβάς συναντάται σε ολόκληρη την Ελλάδα, φαίνεται ότι το έτυμο και ίσως η καταγωγή του χαλβά είναι τουρκικά
 
Top Bottom